- μικρότοπος
- μικρό-τοπος, ον,A with a small opening,
ὀφθαλμοί Herod.
[voice] Med. in Rh.Mus.58.86.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀφθαλμοί Herod.
[voice] Med. in Rh.Mus.58.86.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μικρότοπος — μικρότοπος, ον (Α) αυτός που έχει μικρό τόπο, μικρή έκταση, μικρό άνοιγμα … Dictionary of Greek
μικρότοποι — μικρότοπος with a small opening masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek